- εἰρημένοις
- ἐρῶverbumperf part mp masc/neut dat pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσκειμαι — ΝΑ [κεῑμαι] 1. βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος κοντά ή πάνω σε κάποιον ή κάτι («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», Ομ. Ιλ.) 2. παράκειμαι, γειτονεύω, είμαι συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
συναγορεύω — Α 1. αγορεύω από κοινού με κάποιον 2. συμβουλεύω να γίνει κάτι 3. συμφωνώ να γίνει κάτι («ἐκ τούτου πολλοὶ συνηγόρευον στρατιὰν ποιεῑν», Ξεν.) 4. υπερασπίζω, υποστηρίζω («συναγορεύειν τῇ συμμαχίᾳ», Αριστοτ.) 5. συμφωνώ («συναγορεύειν τοῑς κακῶς… … Dictionary of Greek